νιασίνη

νιασίνη
Βιταμίνη του συμπλέγματος Β, ευρέως κατανεμημένη στις τροφές, η οποία έχει σημαντικό ρόλο σε πολλές χημικές διεργασίες του σώματος.
* * *
και νιακίνη, η
χημ. άλλη ονομασία τού νικοτινικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. niacin, από συμφυρμό τών nicotinic + acid «νικοτινικό + οξύ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νικοτινικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νικοτίνη 2. φρ. «νικοτινικό οξύ» (βιοχ.) υδατοδιαλυτή βιταμίνη τού συμπλέγματος Β, αλλ. νιασίνη, αντιπελλαγρική βιταμίνη ή βιταμίνη PP. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinic (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”